-
1 χαρασσω
атт. χᾰράττω1) острить, точить(ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.)
2) снабжать зубцами, зазубривать(τὰ σιδήρια καὴ τοὺς πρίονας Arst.)
τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. — зазубренные концы;σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. — суковатая дубина;ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. — испускать лучи3) разрезать, бороздить(ἀρότρῳ χέρσον Anth.)
χαράσσεται πέδον Aesch. — земля дает трещины;κύματα φρικὴ χαρασσόμενα Anth. — подернутые рябью волны;νῶτον χαραχθεῖς Eur. — с исполосованной (бичом) спиной4) med. царапать, ранить(ταύρων στέρνα Anth.)
5) вырезать, начертывать, чертить(τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὴ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.)
6) метить, клеймить(τινὰ στίγμασι Diod.)
7) выбивать, чеканить8) возбуждать, разжигать(τὸ φιλόνεικον Plut.)
9) раздражать, сердить(κεχαραγμένος τινί Her.)
χαράττεσθαί τινί τι Eur. — сердиться на кого-л. за что-л.
См. также в других словарях:
περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… … Dictionary of Greek